ὑβρίγελως

ὑβρίγελως
ὑβρίγελως [pron. full] [ῐ], ωτος, ,
A a scornful laugher, Man.4.280.446.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υβρίγελως — έλωτος, ὁ, Α υβριστικό, χλευαστικό γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις + γέλως] …   Dictionary of Greek

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”